Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ 

Το μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα ιταλικό μοναστήρι των Βενεδικτίνων και, γύρω από την αναζήτηση ενός χειρογράφου του Αριστοτέλη, αναπτύσσεται η πλοκή του, με φόνους, άνομες σχέσεις μεταξύ μοναχών και το κυνήγι των αιρετικών εν έτει 1327. Το όλο έργο παρουσιάζεται ως καταγραφή των αναμνήσεων ενός γηραιού βενεδικτίνου μοναχού, του αδελφού Άντσο (Adso) της Μελκ, ο οποίος έζησε τα περιγραφόμενα γεγονότα ως νεαρός δόκιμος μοναχός. Κεντρικό πρόσωπο στο έργο είναι ο αδελφός Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, ο οποίος είναι φανταστικό πρόσωπο, υποκαθιστώντας, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τον Γουλιέλμο Όκαμ. Στο έργο εμπλέκονται τόσο φανταστικά όσο και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο ιεροεξεταστής Μπερνάρντο Γκι και ο μοναχός Ουμπερτίνο της Καζάλε. Μέσα από αυτό το έργο ο Έκο βρίσκει την ευκαιρία να κάνει μια εκτενή παρουσίαση της Σχολαστικής Μεθόδου, η οποία κυριαρχούσε στη μεσαιωνική σκέψη. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι στο έργο αυτό του Έκο γίνεται εκτενής αναφορά σε πρόσωπα όπως ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Ρογήρος Βάκων (Roger Bacon) και ο Άγιος Θωμάς Ακινάτης, άνθρωποι που υπήρξαν όλοι στο παρελθόν μελετητές και υποστηρικτές του Σχολαστικισμού. Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα πρόσωπα υπήρξαν και άτομα με τα οποία ο Έκο ασχολήθηκε και σε ακαδημαϊκό επίπεδο με τα έργα και τις ιδέες τους - ιδιαίτερα στην περίπτωση του Θωμά Ακινάτη - συνδυάζοντας έτσι με αριστουργηματικό τρόπο την επιστημονική με τη λογοτεχνική εργασία του.

Δύσκολο στον ορισμό του (γοτθική νουβέλα, μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδεολογικό αφήγημα, αλληγορία... ) αυτό το μυθιστόρημα (που η υπόθεσή του εμπλέκεται με την Ιστορία, γιατί ο συγγραφέας - ψευδόμενος πιθανόν - διαβεβαιώνει πως ούτε μια λέξη δεν είναι δική του), μπορεί ίσως να διαβαστεί από τρεις κατηγορίες αναγνωστών. Η πρώτη κατηγορία θα συναρπαστεί από τις συνωμοσίες και τις απρόβλεπτες εξελίξεις και θα αποδεχθεί ακόμη και τις μεγάλες λόγιες συζητήσεις και τους φιλοσοφικούς διαλόγους, καθώς θα προαισθάνεται ότι ακριβώς σ' εκείνες τις αόριστες σελίδες φωλιάζουν τα αποκαλυπτικά σημεία, ίχνη και αποτυπώματα. Η δεύτερη θα παθιαστεί με τη διαμάχη των ιδεών και θα αποτολμήσει συσχετισμούς (τους οποίους ο συγγραφέας αρνείται να επικυρώσει) με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η τρίτη κατηγορία αναγνωστών θα εννοήσει ότι το κείμενο αυτό είναι μια συρραφή άλλων κειμένων, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αναφορές, ένα βιβλίο φτιαγμένο από βιβλίο.

Πηγή: Wikipedia 

Συγγραφέας

Ουμπέρτο Έκο

Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) (5 Ιανουαρίου 1932) είναι Ιταλός σημειωτιστής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.
Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 έχει την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Είναι συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου) το 1980, και τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982.
Φημολογείται ότι το επώνυμο Εκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Με την έναρξη του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Εκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έκανε το διδακτορικό του στην Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».
Άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το
1959 ο Ουμπέρτο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που τού ταιριάζει) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» (ελάχιστο ημερολόγιο) στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη Σημειολογία.
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τότε ως σήμερα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά "apocalittici e integrati), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στην Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται σε πολιτιστικές μελέτες και αρχίζει να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου - 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ - 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας - 1994, Μπαουντολίνο - 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα - 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας - 2010). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Και, φυσικά, δεν φαντάζονταν ποτέ τα 9.000.000 αντίτυπα που πώλησε τελικά το βιβλίο, σε διεθνές επίπεδο, το οποίο έκανε τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.


Ο Έκο γνωρίζει άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του ως σήμερα έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Παρ' όλα αυτά περνάει τον καιρό του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).


Πηγή: Wikipedia



Trailer


Ταινία

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

«Το όνομα του ρόδου» είναι ένα μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο, που ύστερα από πολλή επεξεργασία εκδόθηκε στην Ιταλία το 1980. Είναι ένα από τα πρώτα του είδους του, καθώς εμπλέκει το αστυνομικό με την θρησκεία, δίνοντας μια χροιά φιλοσοφικής αναζήτησης. Επίσης, δυσκολεύεται κανείς να το εντάξει σ’ ένα συγκεκριμένο είδος, γοτθική νουβέλα ή μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα ή ιδεολογικό αφήγημα. Η ταινία γυρίστηκε το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό με πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι και τον πολλά υποσχόμενο τότε Κρίστιαν Σλέιτερ.                                                                                                       Την εποχή που βγήκε το βιβλίο και κατόπιν η ταινία, δημιουργήθηκε ιδιαίτερη αίσθηση ανά τον κόσμο, εφόσον δεν υπήρχε προηγούμενο. Ένας πρεσβύτερος μοναχός με το νεαρό εκπαιδευόμενό του φτάνουν σ’ ένα μοναστήρι, κατόπιν παράκλησης των ίδιων των μοναχών, για να διαλευκάνουν έναν φόνο. Κατά την παραμονή τους εκεί θα γίνουν και άλλοι φόνοι. Παράλληλα, χάνονται βιβλία αξεπέραστης ποιότητας και αξίας από την βιβλιοθήκη. Σταδιακά η αναζήτηση γίνεται πιο έντονη, η ατμόσφαιρα πιο μυστηριακή και οι ήρωες δοκιμάζονται διαρκώς, καθώς η ιδεολογική περιπέτεια, ο θρησκευτικός πόλεμος και η φιλοσοφική διείσδυση συνοδεύουν διακριτικά, αλλά ουσιαστικά τη ροή του κειμένου.
Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο με μεσαιωνική – μυστηριακή ατμόσφαιρα, στοιχειοθετημένο άριστα από τον συγγραφέα του (χαρακτηριστικό είναι δε πως υπάρχει και κάτοψη του μοναστηριού, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία), διεγείροντας την επιθυμία του κοινού να αναζητήσει την ταυτότητα των χαμένων - απαγορευμένων βιβλίων και του δολοφόνου.

Από την άλλη πλευρά η ταινία μεταφέρει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα του κειμένου, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ενδεχομένως μόνο Ευρωπαίος σκηνοθέτης θα μπορούσε ν’ αποδώσει. Στηριζόμενος στο επίπεδο του Κόνερι ο σκηνοθέτης αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας γύρω απ’ αυτόν, πρώτα οι ήρωες, μετά η υπόθεση και ύστερα τα σκηνικά. Χωρίς να φοβηθεί ο Ανό την εμπορική απογείωση του βιβλίου, παρουσιάζει μια ταινία σαν να μην υπήρχε προηγούμενη εκδοτική επιτυχία, διατηρώντας στο σενάριο ολόκληρο σχεδόν το αφηγηματικό μέρος του κειμένου και σ’ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό τους διαλόγους. Ακόμα, γεγονός είναι πως οι δυνατές περιγραφές του βιβλίου, αποδίδονται με σκηνές έντονης πυγμής και ρεαλισμού. Τίποτα δεν ξεφεύγει τα όρια του απολύτως ανθρώπινου κι έτσι ο θεατής αφομοιώνεται πλήρως από την εξέλιξη της ιστορίας.
Η ταινία, όταν βγήκε στις αίθουσες δεν προκάλεσε τον πανικό, που ίσως θα δημιουργούνταν στη σημερινή εποχή. Κάποιος, αν την δει σήμερα με όλο το ιστορικό που υπάρχει στο συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν θα εντυπωσιαστεί από την υπόθεση, ωστόσο αποτελεί ένα άρτιο από κάθε άποψη φιλμ, άξιο να βρίσκεται στην ταινιοθήκη του καθενός.
      Το βιβλίο και η ταινία «Το όνομα του ρόδου» αποτελούν μια ευχάριστη σύγκριση, καθώς και τα δύο αγγίζουν την πληρότητα, χωρίς να διακρίνεται το ένα από τα δύο, παρά μόνο κατά ελάχιστα σημεία. Αδιαμφισβήτητο είναι δε πως και οι δύο εκδοχές θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ενταχθούν στη σύγχρονη καλλιτεχνική πραγματικότητα.



Πηγή: Wikipedia 

Μεταμοντερνισμός

Το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο είναι ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Σε ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος οπού λέει ότι "βιβλία πάντα μιλάνε για αλλά βιβλία και κάθε ιστορία λέει μια ιστορία πού ήδη έχει ειπωθεί. Αναφέρεται σε μια μεταμοντέρνα ιδέα οτι όλα τα κείμενα που συνεχώς αναφέρονται σε αλλα κείμενα είναι εξωπραγματικα.Χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου στύλ είναι και η αβεβαιότητα στο τέλος του μυθιστορήματος. Όπου ο πρωταγωνιστής που παίζει τον ρόλο του ντετέκτιβ έχει ηττηθεί αφού το μυστήριο εν μέρει λυνεται κατά λάθος. Ο οποίος σκέφτηκε ότι υπήρχε ένα σχέδιο, αλλα στην πραγματικότητα πολλά "μοτίβα "συμμετείχαν και σε συνδυασμό με τυχαία λάθη απο τον δολοφόνο ο πρωταγωνιστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει <<δεν ήταν μοτίβο >>.
Χαρακτηριστικά μιας μεταμοντέρνας κινηματογραφικής ταινίας
Το μεταμοντέρνο καλλιτεχνικό κίνημα, που άντλησε την ιδεολογία του από τη  μεταμοντέρνα αντίληψη των πραγμάτων, κατέληξε προς το τέλος της δεκαετίας του '80, στον ορισμό συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν ένα μεταμοντέρνο έργο τέχνης.
Γενικά τα μεταμοντέρνα έργα:  
α) Ασχολούνται με την ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας των δημιουργών, κυρίως της σεξουαλικής, προβάλλοντας την κατάλληλη θεματολογία και ενσωματώνοντας σε αυτήν το αυτοβιογραφικό στοιχείο.
β) Εκφράζουν την αναρώτηση περί τέχνης και ρόλου του καλλιτέχνη, χρησιμοποιώντας την αυτοαναφορικότητα, δηλαδή την αποκάλυψη των μηχανισμών παραγωγής ενός έργου.γ) Ασκούν κριτική στην εξουσία, με προκλητικό και συχνά υπερβολικό τρόπο.
γ) Ασκούν κριτική στην εξουσία, με προκλητικό και συχνά υπερβολικό τρόπο.
δ) Εκθέτουν το ζήτημα της εμπορευματοποίησης της τέχνης, καθώς και της φυσιογνωμίας ήτης προσωπικότητας του ίδιου του ατόμου
ε) Ενσωματώνουν τη διακειμενικότητα, την αλληλεπίδραση δηλαδή διαφορετικών τύπων κειμένων και κατ' επέκταση χρησιμοποιούν παλαιότερες μορφές τέχνης, καθώς και άλλα καλλιτεχνικά έργα.
στ) Αναμειγνύουν διαφορετικά μέσα και χρησιμοποιούν την τεχνική του bricolage, δηλαδή τη σύνθεση διαφορετικών πρώτων υλικών
(ζ) Χρησιμοποιούν αταίριαστα σημαίνοντα για τη δημιουργία ενεργών θεατών
(η) Αποδομούν τη κλασική αφήγηση και την αναδομούν εναλλακτικά.          
(θ) Προβάλλουν τη μεταμοντέρνα αντίληψη για την ιστορία, που αναφέρεται στο παρελθόνως σωρεία μη γραμμικών συμβάντων.            
(ι) Τέλος, γοητεύονται από την ειρωνεία και επεκτείνουν την έννοια της παρωδίας, ώστε νατονίσουν το διφορούμενο των νοημάτων.


Ιστορικό μυθιστόρημα
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα έργο φαντασίας, στο οποίο γίνεται απόπειρα να μεταφερθούν με ρεαλιστικές λεπτομέρειες και πιστότητα το πνεύμα, οι συμπεριφορές και οι κοινωνικές συνθήκες μιας παρελθούσης ιστορικής περιόδου στο γίγνεσθαι της ιστορικής περιόδου, που επέλεξε ο δημιουργός του. Το έργο μπορεί να αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα ή και να αποτελεί μια μίξη φανταστικών και ιστορικών χαρακτήρων. Μπορεί να εστιάζεται σε ένα και μόνο ιστορικό γεγονός, αλλά συνήθως επικεντρώνεται σε ένα ευρύτερο κύκλο ή κοινωνία παρελθόντων ετών, που επηρέαζε τη ζωή και τη συμπεριφορά των απλών ατόμων.
Κατά τα διεθνή παραδεδεγμένα, η εποχή στην οποία αναφέρεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να απέχει τουλάχιστον πενήντα χρόνια από τότε που το συνέγραψε ο δημιουργός του.
Το ιστορικό μυθιστόρημα, σύμφωνα με τις θεωρητικές γραμμές που χάραξαν ξένοι μελετητές, μεταξύ των οποίων και ο διάσημος Ούγγρος θεωρητικός Γκέοργκ Λούκατς, είναι το λογοτεχνικό εκείνο είδος, στο οποίο γίνεται απόπειρα να δημιουργηθεί μια δραματική δομή μυθοπλασίας μέσα σε μια αυστηρά οριοθετούμενη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο δημιουργός του μετά από διεξοδική μελέτη των γεγονότων, των τόπων και των χαρακτήρων, ως επίσης και των ενδυμασιών, των ηθών και συνηθειών αλλά και του τρόπου ομιλίας που χρησιμοποιούσαν τα άτομα της εποχής που ο ίδιος επέλεξε για το έργο του.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ


Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι είδος με δική του μορφή και δικά του σύμβολα. Ο όρος «φανταστικό» που τη διαχωρίζει από τα άλλα είδη, αναφέρεται συνήθως σε φαινόμενα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, ούτε και θα μπορούσαν να συμβούν στην πραγματικότητα. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του φανταστικού, που χαρακτηρίζεται πάντα από τη σύγκρουση ορθολογικού-ανορθολογικού, δηλαδή από την εισβολή του "αφύσικου" στο "φυσιολογικό", σχετίζεται ίσως με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου, με τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Οι ρίζες του «φανταστικού» ανάγονται στην προϊστορία του ανθρώπου και συνδέονται με το στοιχείο του "τερατώδους" που χαρακτήριζε το περιβάλλον του (γιγάντια ζώα, οικολογικές ανακατατάξεις, ουράνια φαινόμενα).
Βιώνοντας αυτό το ακατανόητο περιβάλλον, μέσα στο οποίο η νύχτα και η ημέρα επιβεβαιώνουν κάθε στιγμή το ανεξήγητο του κόσμου (με τη γέννηση και το θάνατο, κυρίως), ο άνθρωπος υποχρεώνεται να «φανταστεί» την ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας, που λειτουργεί πέρα από τον περιορισμένο και στενό ορίζοντα της καθημερινότητάς του. Η άλλη αυτή πραγματικότητα υπονομεύει την υπάρχουσα, αναιρεί τη γνώση του ανθρώπου για αυτήν, αποδεικνύει το «πεπερασμένο» του. "Στον ουρανό και τη γη υπάρχουν ασύλληπτες δυνάμεις", λέει ο Σαίξπηρ στον Άμλετ. Αυτές οι "ασύλληπτες δυνάμεις" είναι που δίνουν υπόσταση στο φανταστικό και το προσδιορίζουν ως είδος. Τα "μη ρεαλιστικά" του σύμβολα δημιουργούν εξωλογικά φαινόμενα-συμβάντα, που οικοδομούν τη μυθολογία του. Το φάντασμα του Δαρείου, που επιστρέφει από τη Χώρα των Νεκρών στους Πέρσες, και ο πατέρας του Άμλετ προσυπογράφουν με την παρουσία τους την ύπαρξη του «άλλου σύμπαντος».
Κυριότερος εκπρόσωπος του Φανταστικού είναι ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν (1892 - 1973), συγγραφέας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και εφευρέτης του φανταστικού κόσμου, της Μέσης Γης. Οι κόσμοι που επινοούν οι συγγραφείς του είδους παραπέμπουν στη Μεσαιωνική Ευρώπη, συγκροτούνται όμως από διαφορετικά κράτη και λαούς, ακόμα και από διαφορετικά, εξωανθρώπινα όντα (χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο λαός των μικρόσωμων Χόμπιτ του Τόλκιν). Ειδικά στο έργο του Τόλκιν, γεννημένου και μεγαλωμένου στην αποικιακή Νότια Αφρική, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη συγκαταβατική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει ο συγγραφέας τις «κατώτερες» φυλές, τους φυσικούς υπηρέτες των ανθρώπων, με τα αγγλοσαξονικά πάντα χαρακτηριστικά.
Γενικά, ο τρόμος και η φαντασία μιλούν αγγλικά. Παρά την καταγωγή του είδους από το ρομαντισμό, που αναπτύχθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, η λογοτεχνία του φανταστικού άνθισε και ανθίζει κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Μια πρώτη ερμηνεία του φαινομένου είναι ότι οι κλιματολογικές συνθήκες, ειδικά της πρώτης, διαμόρφωσαν μια ατμόσφαιρα ζόφου που μεταφέρθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την αγγλόφωνη κουλτούρα. Χωρίς να παραγνωρίζουμε αυτή την πλευρά, θεωρούμε ότι η ορθότερη ερμηνεία βρίσκεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, ιδιαίτερα αναπτυγμένου στις χώρες αυτές. Οι συντηρητικοί ιδεολογικά συγγραφείς που υπηρέτησαν το είδος, αποτυπώνουν τη βαθιά περιφρόνηση του ώριμου καπιταλισμού απέναντι σε οτιδήποτε λαϊκό ή μη αγγλοσαξονικό και το αποκρυσταλλώνουν στη μορφή του απόλυτου, του μεταφυσικού κακού. Αντίθετα, οι προοδευτικοί μεταφέρουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές δομές στο έργο τους, για να πλάσουν έναν εξωκοσμικό χώρο φρίκης και να καταγγείλουν μέσα από αυτό το φανταστικό σχήμα, την επίγεια βαρβαρότητα.
Το «φανταστικό» είναι ένα ιδιαίτερο, «νόμιμο» φιλολογικό είδος που έχει δώσει αριστουργήματα και που βοηθά τον υποψιασμένο αναγνώστη να διαβάσει την πραγματικότητα με έναν άλλο τρόπο, διαθλασμένο, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, καθόλου παραμορφωτικό και εμφανίζεται δυναμικά σε περιόδους οπότε παρατηρούνται αναταραχές και ρήγματα (πόλεμοι, ασθένειες, μεγάλα επιτεύγματα). Τότε ξυπνούν τα αρχέγονα «τέρατα και κτήνη». Η επανεμφάνισή τους τροφοδοτεί τη φανταστική λογοτεχνία, η οποία τελικά δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο παρά αντανάκλαση, είδωλο της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας ιδωμένης μέσα από παραμορφωτικό κάτοπτρο.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015


Μέση Γη

Μέση Γη αποκαλείται περιοχή (ήπειρος) του κόσμου Άρντα (αρχαίας Γης) που γέννησε η φαντασία του Τόλκιν και στην οποία διαδραματίζεται η μυθολογία του. Ο όρος «Μέση Γη» αποτελεί κυριολεκτική μετάφραση του αρχαιοαγγλικού middangeard, ο οποίος αναφέρεται στον κόσμο μας ή στα κατοικούμενα τμήματά του.
Από μυθολογικής πλευράς, ο όρος αποτελεί μετάφραση από τον ξωτικό όρο Έντορ ή Έννοραθ (στις αντίστοιχες γλώσσες των Ξωτικών Κουένυα (Quenya) και Σίνταριν (Sindarin) ). Η ήπειρος Έντορ εξελίχτηκε στον χερσαίο χώρο της Ευρασίας όταν η αρχέγονη γη πήρε την σφαιρική μορφή που έχει σήμερα.
Η Μέση Γη αποτελεί κομμάτι ενός φανταστικού παρελθόντος της ίδιας της Γης. Ο Τόλκιν επέμεινε ότι η Μέση Γη αντιπροσωπεύει την Γη σε πολλές από τις επιστολές του. Στην επιστολή αρ. 211 τοποθέτησε το τέλος της Τρίτης Εποχής 6.000 περίπου χρόνια πριν την σύγχρονη εποχή.[1] Τα περιστατικά που διαδραματίζονται στα βιβλία του λαβαίνουν χώρα κυρίως στο βορειοδυτικό τμήμα της ηπείρου Έντορ, δηλαδή στην σύγχρονη Ευρώπη. Η Ιστορία της Μέσης Γης χωρίζεται σε διάφορες Εποχές. Το Χόμπιτ και ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών αναφέρονται αποκλειστικά σε γεγονότα του τέλους της Τρίτης Εποχής και ολοκληρώνονται με το ξεκίνημα της Τέταρτης Εποχής, ενώ το Σιλμαρίλλιον ασχολείται κυρίως με την Πρώτη Εποχή. Ο κόσμος (Άρντα) αρχικά ήταν επίπεδος αλλά ο Έρου Ιλούβαταρ (Eru Illuvatar), ο Δημιουργός, τον έκανε σφαιρικό πριν το τέλος της Δεύτερης Εποχής.
Μεγάλο μέρος όσων είναι γνωστά για την Μέση Γη βασίζεται στα ατελή συγγράμματα του Τόλκιν. Έτσι, το παρόν άρθρο εκθέτει αυτά που έχουν γίνει αποδεκτά ως κανόνας από την πλειονότητα των οπαδών του Τόλκιν, σύμφωνα με τον Κανόνα της Μέσης Γης.
Ονομασία
Ο όρος Μέση Γη δεν είναι επινόηση του Τόλκιν, αλλά προϋπήρχε στην Αρχαία αγγλική γλώσσα ως middanġeard, στη Μεσαιωνική αγγλική γλώσσα ως midden-erd ή middel-erd. Στην Αρχαία σκανδιναβική γλώσσα απαντά ως Μίντγκαρντ. Η αρχαία αγγλική λέξη σημαίνει ό,τι και η ελληνική «οικουμένη», δηλαδή "κατοικημένη γη"—ο υλικός κόσμος σε αντίθεση με τους αόρατους κόσμους.[2] Η λέξη «Μεσόγειος» είναι σύνθετη του "μέσος" και του "γη".
Σύμφωνα με την αρχαία Γερμανική και Σκανδιναβική μυθολογία, το σύμπαν αποτελούνταν από 9 υλικούς κόσμους ενωμένους μεταξύ τους. Η Μέση Γη, ο κόσμος των ανθρώπων, βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος. Οι χώρες των Ξωτικών, των Θεών και των Γιγάντων βρίσκονταν έξω από έναν θαλάσσιο δακτύλιο που περιέβαλλε τη Μέση Γη. Η χώρα των Νεκρών βρισκόταν κάτω από την Μέση Γη. Μία γέφυρα φτιαγμένη από ένα ουράνιο τόξο, που λεγόταν Γέφυρα Μπίφροστ, ένωνε την Μέση Γη με την Άσγκαρντ κατά μήκος της θάλασσας. Μία εξώτερη θάλασσα περιέβαλλε και τους επτά άλλους κόσμους (Βάναχαϊμ, Άσγκαρντ, Άλφχαϊμ, Σβάρταλφχαϊμ, Μούσπελχαϊμ, Νινταβελίρ και Γιότουνχαϊμ). Μέσα από αυτό το πρίσμα, κόσμος θεωρούνταν περισσότερο το οικείο περιβάλλον της κάθε φυλής, παρά ένας κυριολεκτικά διαφορετικός κόσμος.
Λαοί
Η Μέση Γη αποτελεί τόπο ζωής πολλών ειδών λογικών όντων. Πρώτοι είναι οι Άινουρ (Ainur), αγγελικά όντα δημιουργημένα από τον Ιλούβαταρ (Iluvatar). Τραγουδούν για τον δημιουργό τους, ο οποίος φτιάχνει την Έα (Eä) για να δώσει νόημα και ύπαρξη στη μουσική τους, στον κοσμολογικό μύθο που λέγεται "Ainulindalë", ή "Μουσική των Άινουρ". Μερικοί από αυτούς τότε εισέρχονται στην Έα και οι δυνατότεροι από αυτούς αποκαλούνται Βάλαρ (Valar). Ο Μέλκορ (Melkor) που αργότερα μετονομάζεται σε Μόργκοθ (Morgoth), η κύρια προσωποποίηση του κακού στην Έα, είναι τελικά ένας από αυτούς.
Οι άλλοι Άινουρ που εισέρχονται στην Έα αποκαλούνται Μάιαρ (Maiar). Την Πρώτη Εποχή το πιο ενεργητικό πνεύμα Μάια (ενικός του Maiar) είναι η Μέλιαν (Melian), σύζυγος του βασιλιά των Ξωτικών Θίνγκολ (Thingol)· στην Τρίτη Εποχή οι Maiar αντιπροσωπεύονται στην Μέση Γη από το τάγμα των Ίσταρι (Istari) (αποκαλούνται μάγοι (Wizards) από τους ανθρώπους). Σ' αυτό το τάγμα ανήκουν οι Γκάνταλφ (Gandalf) και Σάρουμαν (Saruman). Υπήρχαν επίσης κακόβουλοι και μοχθηροί Μaiar, που ονομάζονταν Umaiar, και σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι δαίμονες-υπηρέτες του Μόργκοθ, οι Μπάλρογκ (Balrog) με αρχηγό τον Γκόθμογκ (Gothmog) και ο υπηρέτης του Μόργκοθ, ο Σάουρον (Sauron).
Μετά έρχονται τα παιδιά του Ιλούβαταρ (Children of Ilúvatar): Έτσι ονομάστηκαν οι φυλές των Ξωτικών και των Ανθρώπων , που ήταν ευφυή όντα τα οποία μόνος του δημιούργησε ο Ιλούβαταρ. Στο "Σιλμαρίλλιον" (Silmarillion), ο Τόλκιν διηγείται πώς τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι ξύπνησαν και εξαπλώθηκαν στην Άρντα.
Οι Ξωτικοί (Elves) είναι απρόσβλητοι από αρρώστιες και μπορούν να πεθάνουν μόνο από βίαιο θάνατο. Όσοι Ξωτικοί πεθαίνουν, πάνε στα "Δώματα του Μάντος", του Βάλα των ψυχών, όπου θα μείνουν μέχρις ότου ο Ιλούβαταρ αποφασίσει το Τέλος του Κόσμου. Οι Ξωτικοί ζουν σε δύο κόσμους ταυτόχρονα, τον ορατό και τον αόρατο, μέσα από τον οποίο μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους από μακριά. Γεννήθηκαν ("ξύπνησαν") στη Μέση Γη και οι περισσότεροι άκουσαν το κάλεσμα των Βάλαρ και ταξίδεψαν στην Αθάνατη Γη, την Άμαν. Όταν ο Μόργκοθ έκλεψε τα Πετράδια Σίλμαριλ, πολλοί Ξωτικοί επέστρεψαν στη Μέση Γη για να τα πάρουν πίσω. Η Πρώτη Εποχή της Μέσης Γης τέλειωσε με το τέλος του "Πολέμου για τα Πετράδια", την εξαφάνιση του Μόργκοθ και τη βύθιση της ηπείρου Μπελέριαντ. Με το τέλος της Τρίτης Εποχής και την οριστική καταστροφή του Σάουρον, όσοι Ξωτικοί είχαν απομείνει στη Μέση Γη επιστρέφουν στην Άμαν.
Οι Νάνοι λέγεται ότι δημιουργήθηκαν από τον Vala (ενικός του Valar) Άουλε (Aulë), ο οποίος προσφέρθηκε να τους καταστρέψει όταν ο Ιλούβαταρ ανακάλυψε με οργή τι είχε συμβεί. Ο Ιλούβαταρ όμως τον συγχώρησε και επέτρεψε την ανάπτυξη των Νάνων, δίνοντάς τους το χάρισμα της ελεύθερης βούλησης που είχε δώσει και στα Παιδιά του. Τρεις φυλές των Ανθρώπων που συμμάχησαν με τα Ξωτικά του Μπελέριαντ (Beleriand) κατά την Πρώτη Εποχή αποκαλούνται οι Εντάιν (Edain).
Ως ανταμοιβή για την αφοσίωσή τους και αντιστάθμισμα για τις συμφορές τους στους Πολέμους του Μπελέριαντ, δόθηκε στους απογόνους των Edain το νησί της Νούμενορ (Númenor) ως τόπος κατοικίας τους. Αλλά όπως περιγράφτηκε στην ενότητα Ιστορία της Μέσης Γης, η Νούμενορ τελικά καταστρέφεται και τα υπολείμματα των Νουμενόρειων αποικίζουν την γη του Έντορ. Αυτοί που έμειναν πιστοί στους Valar ίδρυσαν τα βασίλεια της Άρνορ (Arnor) στο Βορρά και της Γκόντορ (Gondor) στο Νότο. Από τότε έγιναν γνωστοί ως Ντούνενταϊν (Dúnedain), που σημαίνει "Άνθρωποι της Δύσης", ενώ οι άλλοι επιζώντες υποτάχθηκαν στο κακό αργότερα και έζησαν μακριά στο Νότο. Έμειναν γνωστοί ως Μαύροι Νουμενόρειοι (Black Númenóreans).
Ο Τόλκιν αναγνωρίζει την φυλή των Χόμπιτ (Hobbits) ως παρακλάδι εκείνης των Ανθρώπων. Παρά το ότι η αρχική τους Ιστορία δεν μας έχει γίνει γνωστή, ο Τόλκιν έγραψε ότι εγκαταστάθηκαν στις κοιλάδες του Μεγάλου Ποταμού Άντουιν (Anduin) στις αρχές της Τρίτης Εποχής, αλλά μετά από το πέρασμα μίας χιλιετίας, άρχισαν να μεταναστεύουν από τα Βουνά της Ομίχλης (Misty Mountains) στα δυτικά, προς το Έριαντορ (Eriador). Τελικά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Σάιρ (Shire) ("Επαρχία"). Οι Χόμπιτ ήταν ακόμη πιο μικρόσωμοι και από τους Νάνους, γι' αυτό και οι Άνθρωποι τους αποκαλούσαν Halflings ("Μισούς"). Είχαν μυτερά αυτιά, όπως οι Ξωτικοί, γυμνά ανθεκτικά πόδια προστατευμένα από πυκνές τρίχες στα πέλματα, αγαπούσαν το φαγητό, το ποτό και την καλοπέραση, μισούσαν την ακαταστασία, τις περιπέτειες και την αναστάτωση και μπορούσαν να κινούνται με απόλυτη ησυχία χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτοί.
Απ' όταν απέκτησαν πραγματική ζωή, οι Νάνοι βυθίστηκαν σε έναν βαθύ ύπνο από τον δημιουργό τους, τον Aüle. Τους έκρυψε ενώ ήταν κοιμισμένοι σε διάφορες κρυμμένες βουνίσιες τοποθεσίες. Ο Ιλούβαταρ τους ξύπνησε μόνο μετά από το ξύπνημα των Ξωτικών. Οι Νάνοι εξαπλώθηκαν στο Νότιο Έντορ και τελικά ίδρυσαν 7 βασίλεια. Δύο από αυτά, εκείνα του Νόγκροντ και του Μπέλεγκοστ, πήραν το μέρος των ξωτικών του Μπελέριαντ ενάντια στον Μόργκοθ, την Πρώτη Εποχή. Η μεγαλύτερη πολιτεία των Νάνων, το Κχάζαντ-Ντουμ (Khazad-dum), έγινε αργότερα γνωστή με το όνομα Μόρια (Moria), που είναι η μετάφραση του Khazad-dum στην Quenya (σημαίνει "σκοτεινό χάσμα").
Οι Εντ (Ents), οι "ποιμένες των δέντρων", δημιουργήθηκαν από τον Ιλούβαταρ, ύστερα από παράκληση της Βάλα (θεάς) Γιαβάννα (Yavanna) για την προστασία των δέντρων από τις επιθέσεις των Ξωτικών, των Νάνων και των Ανθρώπων (καθώς τα δέντρα δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους). Με το πέρασμα των αιώνων οι Εντ σιγά-σιγά "αποκοιμιούνται", μοιάζοντας όλο και περισσότερο με κοινά δέντρα. Η γλώσσα τους είναι σημειολογικά μοναδική, μια και αποτελείται από τεράστιες λέξεις που συντίθενται από το σύνολο των συμβάντων και της ιστορίας του πράγματος που η κάθε λέξη σημαίνει.
Τα Ορκ (Orcs) και τα Τρολ των Σπηλαίων (Trolls) είναι πλάσματα του κακού τα οποία ο Μόργκοθ "δημιούργησε". Και αυτό γιατί δεν είναι αυθεντικές φυλές, αλλά "διαστρέβλωση" των χαρακτηριστικών των Παιδιών του Ιλούβαταρ και των Εντς αντίστοιχα, αφού μόνο ο Ιλούβαταρ έχει την ικανότητα να δίνει ζωή σε κάτι εντελώς νέο. Η λεπτομερής προέλευση των πλασμάτων αυτών δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς ο Τόλκιν πολλές φορές άλλαζε τις ερμηνείες του. Φαίνεται ότι τελικά τα Ορκ δημιουργήθηκαν από τις παραλλαγές ή των ακρωτηριασμό διεφθαρμένων Ξωτικών, Ανθρώπων ή και των δύο. Τα Ορκ δεν αντέχουν το φώς του Ήλιου και γι' αυτό κινούνται μόνο τη νύχτα, ενώ τα Τρολ πεθαίνουν μόλις τα αγγίξει το φως του ήλιου, μεταμορφωνόμενα σε πέτρα. Αργά στην Τρίτη Εποχή, περίπου στο τέλος, μία νέα φυλή εμφανίζεται: Είναι οι Μαύροι Ουρούκ και οι Ουρούκ-Χάι (Uruk-hai), φυλή Ορκ με μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή από τους πρωτότυπους. Μερικοί υποστηρίζουν ότι οι Uruks που υπήρξαν μέχρι το τέλος της Τρίτης Εποχής υπηρετούσαν αποκλειστικά τον Σάρουμαν και ότι εκείνος τους δημιούργησε. Μερικές φορές πραγματοποιούσε πειράματα όπως την διασταύρωση Ανθρώπων με Ορκ κ.α. Έτσι προέκυπταν οι "Men-orcs" και οι "Orc-men": Κατά καιρούς, μερικά είδη που προέκυπταν αποκαλούνταν "ημίαιμα ορκ" ("half-orcs") ή "άνθρωποι-τελώνια" ("goblin-men"). Δεν υπάρχει όμως ένδειξη ή απόδειξη ότι οι Uruk-Hai του Saruman αποτελούσαν προϊόντα τέτοιων πειραμάτων.
Κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, εμφανίζονται και έλλογα ζώα όπως οι Αετοί, ο Χούαν (Huan), το Μεγάλο Λαγωνικό του Βάλινορ, και οι Λύκοι (Wargs). Οι Αετοί δημιουργήθηκαν από τον Ιλούβαταρ μαζί με τους Εντ, αλλά γενικά η προέλευση και η "φύση" τέτοιων πλασμάτων είναι αδιευκρίνιστη. Μερικά από αυτά ίσως είναι Μάιαρ μετουσιωμένοι σε ζώα, όσο και αν ακούγεται παράξενο.
Ιστορία
Η ιστορία της Μέσης Γης είναι χωρισμένη σε 3 περιόδους, γνωστές ως Χρόνια Φανών, Χρόνια των Δέντρων και χρόνια του Ήλιου. Τα χρόνια του ήλιου είναι χωρισμένα σε εποχές. Οι περισσότερες ιστορίες της Μέσης Γης λαμβάνουν μέρος τις 3 πρώτες εποχές των χρόνων του Ήλιου. Τα χρόνια των Φανών ξεκινάν αμέσως μετά την εργασία των Βάλαρ στην διαμορφωμένη Άρντα. Οι Βάλαρ δημιούργησαν 2 φανούς για να φωτίζουν τον κόσμο και ο Βάλα Άουλε δημιούργησε μεγαλοπρεπείς πύργους, έναν στον πιο μακρινό βορρά,και έναν στον πιο βαθύ νότο. Οι Βάλαρ ζούσαν στην μέση , στο νησί του Almaren. Οι καταστοφή των φανών ήταν και το τέλος των χρόνων αυτών.
Μετά η Γιαβάννα έφτιαξε τα 2 Δέντρα, που ονομάστηκαν Τελπέριον και Λαουρέλιν, στο νησί Άμαν. Τα δέντρα φώτιζαν το Aman, αφήνωντας όμως την υπόλοιπη γη στο σκοτάδι, να φωτίζεται μόνο από τα αστέρια. Τα ξωτικά ξύπνησαν δίπλα στη λίμνη Κουϊβιένεν στο δυτικό Έντορ και σύντομα προσεγγίστηκαν από τους Valar. Πολλά από τα ξωτικά πείστηκαν να επειχηρήσουν το Μεγάλο Ταξίδι δυτικά από το Aman, αλλά πολλά από αυτά δεν κατάφεραν να το τελειώσουν. Οι Βάλαρ είχαν φυλακίσει τον Μέλκορ, αλλά αυτός φάνηκε να μετανοιώνει και αποφυλακίστηκε επί λόγω της τιμής του. Αυτός έδειξε μεγάλη αγένεια στα Ξωτικά και ιδιαίτερα στους Ξωτικοπρίγκηπες Φέανορ και Φινγκόλφιν. Δολοφόνησε τον πατέρα τους, τον βασιλιά Φινγουε, και έκλεψε τα Σίλμαριλ, τρία πετράδια δημιουργημένα από τον Φέανορ που περιείχαν φως από τα δύο Δέντρα, από την θήκη τους, και κατέστρεψε τα Δύο Δέντρα με την βοήθεια της Ουνγκόλιαντ, μιας γιγάντιας αράχνης (πιθανώς η Σέλομπ να ήταν απόγονός της).
Ο Φέανορ έπεισε τον περισσότερο από τον λαό του, τους Νόλντορ, να αφήσουν το Άμαν σε αναζήτηση του Μέλκορ στο Μπελέριαντ, ενώ καταριόταν τον με το όνομα Μόργκοθ(Μαύρος Εχθρός). Αναμεσά τους ξεχώρισε η Γκαλάντριελ, μια από τοις λίγες γυναίκες που πήραν ενεργό μέρος στην εξέγερση. Ο Φέανορ οδήγησε πρώτα 2 ομάδες από Νόλντορ. Η μεγαλύτερη ομάδα οδηγήθηκε από τον Φινγκόλφιν. Οι Νόλντορ σταμάτησαν στην πόλη-λιμάνι των Τέλερι, Αλκουαλόντε, αλλά οι Τέλερι αρνήθηκαν να τους δώσουν καράβια για την Μέση Γη. Επακολούθησε η πρώτη μάχη μεταξύ των Ξωτικών: ο Φέανορ και πολλοί από τους συντρόφους του επιτέθηκαν στα πλοία τους και τα πήραν με τη βία. Ο στόλος του Φέανορ έπλευσε με τα κλεμμένα πλοία, αφήνοντας τον Φινγκόλφιν πίσω να διασχίσει τη Μέση Γη μέσα από το θανατηφόρο Χελκαράξε (ή αλλιώς Συντληβώμενο Πάγο) στον μακρινό βορρά. Μεταγενέστερα ο Φέανορ πέθανε, αλλά οι περισσότεροι από τους γιους του επέζησαν και έφτιαξαν βασίλεια, όπως έκανε ο Φινγκόλφιν και οι απόγονοί του.
Η Πρώτη Εποχή των χρόνων του Ηλίου ξεκινά, όταν οι Βάλαρ έφτιαξαν τον Ήλιο και φώτισε όλον τον κόσμο. Μετά από πολλές μεγάλες μάχες, μια μακροχρόνια ειρήνη επακολούθησε για τετρακόσια χρόνια, στην οποία οι πρώτοι Άνθρωποι μπήκαν στο Μπελέριαντ διασχίζωντας τα Μπλε Βουνά. Όταν ο Μόργκοθ έσπασε την πολιορκία της Άνγκμπαντ, ένα προς ένα τα βασίλεια των Ξωτικών έπεφταν, ακόμα και η κρυμμένη πόλη της Γκόντολιν. Η μόνη αξιόλογη επιτυχία των Ξωτικών και των Ανθρώπων ήταν όταν ο Μπέρεν και η Λούθιεν, κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν, πήραν πίσω ένα σίλμαριλ από την κορόνα του Μόργκοθ. Αφότου ο Μπέρεν και η Λούθιεν πέθαναν, ξαναγύρισαν στη ζώη από τους Βάλαρ υπό τον όρο ότι η Λούθιεν θα γίνει θνητή και ο Μπέρεν δεν θα έπρεπε να ξαναιδωθεί από Άνθρωπο ποτέ ξανά.
Ο Θίνγκολ διαφώνησε με τους Νάνους του Νόγκροντ και αυτοί τον σκότωσαν, κλέβοντας το Σίλμαριλ. Με την βοήθεια των Έντς, ο Μπέρεν δολοφόνησε τους Νάνους και ξαναπήρε το Σίλμαριλ, το οποίο έδωσε στην Λούθιεν. Μετά από λίγο καιρό ο Μπέρεν και η Λούθιεν ξαναπέθαναν. Το Σιλμαρίλ δόθηκε στον γιό τους τον Ντιόρ τον μισοξωτικό, που ξαναδημιούργησε το βασίλειο του Ντόριαθ. Οι γιοί του Φέανορ του ζήτησαν να τους δώσει το Σίλμαριλ, μα αυτός αρνήθηκε. Οι γιοι του Φέανορ κατέστρεψαν το Ντόριαθ και σκότωσαν τον Ντίορ, αλλά η νεότερή του κόρη, Έλγουινκ, απόδρασε μαζί με αυτό. Τρεις από τους γιούς του Φέανορ, οι Κέλεγκορμ, Κούρουφιν και Κάραντριρ, πέθαναν προσπαθώντας να ξαναπάρουν το κόσμημα.
Με το τέλος αυτής της εποχής, όσα ελεύθερα Ξωτικά και Άνθρωποι παραμένουν στο Μπελέριαντ έχουν εγκατασταθεί στις παρυφές του ποταμού Σίριον. Ανάμεσα τους ο Εαρέντιλ, που παντρεύφτηκε την Έλγουινκ. Αλλά οι απόγονοι του Φέανορ ξανααπαίτησαν την επιστροφή του Σίλμαριλ, και αφότου η απαίτηση τους δεν έγινε δεκτή προσπάθησαν να το πάρουν με τη βία, κάνοντας έτσι την τρίτη μάχη μεταξύ Ξωτικών, γνωστή ως Αδερφοκτονία. Ο Εαρέντιλ και η Έλγουινκ πέρασαν με το κόσμημα τη Μεγάλη Θάλασσα για να ικετεύσουν για συνχώρεση και βοήθεια. Οι Βάλαρ ανταποκρίθηκαν. Ο Μέλκορ αιχμαλωτίστηκε, τα περισσότερα από τα έργα του καταστράφηκαν και ο ίδιος εξορίστηκε στο Απόλυτο Κενό.
Tα Σίλμαριλ ανακτήθηκαν προκαλώντας όμως μεγάλες καταστροφές, αφού το Μπελέριαντ καταστράφηκε και καταποντίστηκε. Οι εναπομείναντες γιοί του Φέανορ, Μάεδρος και Μάγκλορ, διατάχτηκαν να επιστρέψουν στο Βάλινορ. Κατηγορήθηκαν ότι έκλεψαν τα Σίλμαριλ από τους νικητές Βάλαρ. Αλλά η δύναμη των Σίλμαριλ ήταν πολλή μεγάλη για να μπορέσουν να την δαμάσουν. Καθένας από αυτούς συνάντησε την μοίρα του: ο ένας έπεσε σε ένα χάσμα από φωτιάς και ο άλλος πέταξε το κόσμημα στη θάλασσα. Το Σίλμαριλ της Έλγουινκ έγινε αστέρι και έτσι τα τρία Σίλμαριλ δέθηκαν με τρία στοιχεία της Φύσης (νερό, φωτιά, αέρας).
Έτσι ξεκίνησε η Δεύτερη Εποχή των Χρόνων του Ηλίου. Στους Άτανι(Ανθρώπους) δώθηκε η νήσος του Νούμενορ (Númenor) δυτικά της Μεγάλης Θάλασσας, ως κατοικία του, ενώ πολλά Ξωτικά πέρασαν στη Δύση. Οι Νουμενόρειοι έγιναν μεγάλοι θαλασσοπόροι, ταυτόχρονα όμως ζήλευαν τα Ξωτικά για την αθανασία τους. Μετά από μερικόυς αιώνες ο Σάουρον (Sauron), ο πιστότερος υπηρέτης του Μόργκοθ, άρχισε να δημιουργεί πονηρά πλάσματα. Αυτός έπεισε τα Ξωτικά του Ερέγκιον (Eregion) να δημιουργήσουν τα Δαχτυλίδια της Δύναμης (Rings of Power), ενώ μυστικά έφτιαξε το Ένα Δαχτυλίδι (the One Ring) για να κυριαρχήσει πάνω στα άλλα. Όμως, τα Ξωτικά κατάλαβαν το σχέδιο του Σάουρον αμέσως μόλις αυτός φόρεσε το Δαχτυλίδι και έβγαλαν τα δικά τους, πριν προλάβει να τα υποτάξει στην θέληση του.
Ο τελευταίος βασιλίας του Νόυμενορ, Αρ-Φαραζόν, μαζί με τον στρατό του, έφερε τον Σάουρον σαν αιχμάλωτο στο Νόυμενορ. Αλλά με τη βοήθεια του Ενός Δαχτυλιδιού, ο Σάουρον διέφθειρε τον Αρ-Φαραζόν και τον έπεισε να επιτεθεί στο Άμαν, υποσχόμενος αθανασία σε αυτούς που θα πατούσαν στους Αθάνατους Τόπους (Undying Lands). Ο Άμαντιλ, αρχηγός αυτών που παρέμειναν πιστοί στους Βάλαρ, προσπάθησε να πλεύσει για να ζητήσει την βοήθειά τους. Ο γιο του Έλεντιλ και οι εγγονοί των Ισίλντουρ (Isildur) και Ανάριον (Anárion) ετοιμάστηκαν και κατέφυγαν στην Μέση Γη. Όταν οι δυνάμεις του βασιλιά έφτασαν στο Άμαν, οι Βάλαρ επικαλέστηκαν την Βοήθεια του Ιλούβαταρ. Ο κόσμος άλλαξε και το Άμαν μετακινήθηκε. Από τότε και μετά οι Άνθρωποι δεν μπορούσαν να βρουν το Άμαν, αλλά τα Ξωτικά μπορούσαν να αναζητήσουν το πέρασμα για το Άμαν και να φτάσουν εκεί ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή, γνωστή ως «Ευθεία Οδός» (Straight Road). Το Νούμενορ καταστράφηκε συθέμελα, μαζί με το σώμα του Σάουρον, αλλά το πνεύμα του επέζησε και γύρισε στην Μέση Γη. Ο Έλεντιλ και οι γιος του γλύτωσαν από την καταστροφή και δημιούργησαν τα βασίλεια Γκόντορ (Gondor) και Άρνορ (Arnor). Η δύναμη του Σάουρον αυξήθηκε ξανά, αλλά τα Ξωτικά συμμάχησαν με τους Ανθρώπους για μια τελευταία φορά, γνωστή ως Τελευταία Συμμαχία (Last Alliance) και τον νίκησαν. Ο Ισίλντουρ όμως κράτησε το Ένα Δαχτυλίδι, αντί να το καταστρέψει.
Κατά την Τρίτη Εποχή (Third Age) αυξήθηκε η δύναμη των βασιλείων Άρνορ και Γκόντορ. Την εποχή που διαδραματίζεται ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο Σάουρον έχει ανακτήσει την περρισότερη από την παλιά του δύναμη και αναζητά το Ένα Δαχτυλίδι. Ανακαλύπτει ότι είναι στην κατοχή ενός Χόμπιτ (Hobbit) και στέλνει τα εννέα Δαχτυλιδοφαντάσματα (Ringwraiths) να το πάρουν. Ο δαχτυλιδοκουβαλητής, Φρόντο Μπάγκινς (Frodo Baggins), ταξιδεύει μέχρι το Σχιστό Λαγκάδι (Rivendell, Imladris στη Σίνταριν) και εκεί θα αποφασιστεί ότι το Δαχτυλίδι πρέπει να καταστραφεί με τον μόνο πιθανό τρόπο: να το πετάξουν στις φωτιές του Βουνού του Χαμού (Mount Doom). Ο Φρόντο ξεκινάει αυτή την αποστολή με οκτώ συντρόφους, τον Άραγκορν (Aragorn), τον Μπόρομιρ (Boromir), τον Γκίμλι (Gimli), τον Λέγκολας (Legolas) και τρία Χόμπιτ, τον Σαμ, τον Μέρι και τον Πίππιν (Sam, Merry, Pippin), που θα αποτελέσουν τη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού (Fellowship of the Ring). Την τελευταία στιγμή η αποστολή ο Φρόντο τείνει να αποτύχει, αλλάμε την επέμβαση του Γκόλουμ, που σώθηκε από το έλεος του Φρόντο και του Μπίλμπο Μπάγκινς (Bilbo Baggins), το Δαχτυλίδι θα καταστραφεί. Ο Φρόντο και ο σύντροφος του Σαμ θα αναδειχτούν ήρωες. O Σάουρον καταστρέφεται και το πνεύμα του χάνεται για πάντα.
Στο τέλος της Τρίτης Εποχής σημαδεύεται από το τέλος της κυριαρχίας των Ξωτικών και την αρχή της κυριαρχίας των Ανθρώπων. Καθώς η Τέταρτη Εποχή (Fourth Age) ξεκινά, πολλά Ξωτικά φεύγουν για το Βάλινορ, για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ, ενώ αυτά που μένουν καταδικάζονται σε θάνατο και απαρνιούνται την μοίρα τους. Οι Νάνοι μικραίνουν σιγά σιγά επίσης. Παρόλα αυτά γυρνάν στη Μόρια και ξανακατοικούν εκεί. Η ειρήνη έχει αποκατασταθεί στη Γκόντορ και στην Άρνορ και στα νησιά στην ανατολή και στον νότο. Τελικά, οι ιστορίες για τις Αρχαίες Ημέρες γίνονται θρύλοι και η αλήθεια που κρύβεται από πίσω τους ξεχνιέται.

by Wikipedia