Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015




Τζωρτζ Όργουελ
Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό. Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του.

Ο Όργουελ έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις. Είναι διάσημος για το δυστοπικό μυθιστόρημα 1984 (1949) και την αλληγορική νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων(1945).
 Το βιβλίο του Φόρος Τιμής στην Καταλωνία (1938), είναι μία καταγραφή των εμπειριών του από τον Ισπανικό Εμφύλιο και είναι ευρέως αναγνωρισμένο, όπως και τα πολυάριθμα δοκίμιά του πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά.

Το 2008, οι Times, τον κατέταξαν ως δεύτερο στη λίστα με τους "50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945".Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης.
 

Ο Τζωρτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοτιάρι της Βρετανοκρατούμενης Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911. Ο παππούς του,
 Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ,  ήταν κληρικός.Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάστηκε στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου.Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ,μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας.Ο Έρικ είχε δύο αδελφές, την Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή του και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή του. Όταν ήταν ενός έτους, η μητέρα του, τον πήγε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του στην Αγγλία. Το σπίτι των προγόνων του στο Μοτιάρι της Ινδίας έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο ιστορικής σημασίας. Όταν έγινε 5 ετών, ο Έρικ εστάλη μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Επρόκειτο για μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούσαν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903. Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλαιρ, Κάρολος Λιμουζίν, συνέστησε το σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ. Ο Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ήστμπορν, όπου είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. O διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλαιρ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε γνώριζε τίποτε για τα μειωμένα δίδακτρα αν και αντελήφθη ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Ο Μπλαιρ μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο "Such, Such Were the Joys", που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως ο Μπλαιρ συνάντησε και τον Κύριλος Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ. Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλαιρ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλαιρ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες. 
Αστυνομικός στη Μπούρμα :
Η γιαγιά του Μπλαιρ, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. 'Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υπο-περιφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. Στο τέλος του 1924, πήρε προαγωγή ως βοήθος επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετήθηκε στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Στο Syriam βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας Πετρελαίου της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλαιρ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, "για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης". Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Insein, την έδρα της φυλακής του Insein και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee). Αυτή εντόπισε πάνω του την "αισθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες."Τον Απρίλιο του 1926 μετακόμησε στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Του επιτράπηκε να λάβει αναρρωτική άδεια στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, όπου και έμεινε τον Ιούλιο λόγω της ασθένειάς του. Σε αυτό το διάστημα τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτίμησε τη ζωή του. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμινία, να παραιτηθεί απο την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια "Η Κρεμάλα" (1931) και "Πυροβολώντας έναν ελέφαντα" (1936).Στην Μπούρμα, ο Μπλαιρ απέκτησε τη φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησίασμα στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά.
Λονδίνο και Παρίσι:
Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακόμισε στο Λονδίνο. Ο Ρουθ Πίτερ, ένας οικογενειακός φίλος, τον βοήθησε να βρει κατάλυμα. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο[27]. Μάλιστα, σε αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα όπου τιμά την παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή του Πίτερ στο κίνημα θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της κυρίας Μπλαιρ. Ο Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλαιρ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε. Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.

Ισπανικός Εμφύλιος :  Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος :  Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού. Ο αντικομμουνισμός του Όργουελ έφτασε σε τέτοιο σημείο όπου το 1949 παρέδωσε 38 ονόματα συμπαθούντων την Αριστερά στην Βρετανική κυβέρνηση όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και άλλοι. To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του. Ο Τζωρτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.
 By Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου