Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ
Τα πρώτα έργα του Σαίξπηρ γράφτηκαν σε τυποποιημένη γλώσσα, σύμφωνα με το συμβατικό ύφος της εποχής. Στα ποιήματα χρησιμοποιούνται επεκταμένες και μερικές φορές περίτεχνες μεταφορές και η γλώσσα είναι συχνά ρητορική, γραμμένη για ηθοποιούς που απαγγέλλουν αντί να μιλούν. Οι μεγάλοι λόγοι στον "Τίτο Ανδρόνικο", κατά την άποψη ορισμένων κριτικών, καθυστερούν τη δράση ενώ οι στίχοι στους "Δύο Άρχοντες από τη Βερόνα" έχουν περιγραφεί ως δύσκαμπτοι.
Εντούτοις, σύντομα ο Σαίξπηρ άρχισε να προσαρμόζει το παραδοσιακό ύφος στους δικούς του σκοπούς. Ο εναρκτήριος μονόλογος στον "Ριχάρδο Γ΄" έχει τις ρίζες του στο μεσαιωνικό δράμα. Την ίδια στιγμή, η ζωηρή αυτογνωσία του Ριχάρδου προσβλέπει στους μονόλογους των ώριμων έργων του Σαίξπηρ. Δεν υπάρχει κανένα έργο που να σηματοδοτεί μία αλλαγή από το παραδοσιακό στο ελεύθερο ύφος. Ο Σαίξπηρ συνδύαζε και τα δύο σε όλη τη σταδιοδρομία του, με τον "Ρωμαίο και Ιουλιέτα" να είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα αυτής της ανάμιξης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Σαίξπηρ άρχισε να γράφει μία πιο φυσική ποίηση. Οι μεταφορές και οι εικόνες του βαθμιαία συντονίζονταν όλο και περισσότερο με τις ανάγκες του δράματος. Η ποιητική φόρμα που χρησιμοποιούσε συνήθως ο Σαίξπηρ, ήταν ο ανομοιοκατάληκτος στίχος σε ιαμβικό πεντάμετρο. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι οι στροφές του συνήθως δεν είχαν ρίμα και κάθε στίχος αποτελούνταν από δέκα συλλαβές κατά τρόπο που να τονίζεται κάθε δεύτερη συλλαβή. Οι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι των πρώτων έργων του είναι αρκετά διαφορετικοί από εκείνους των τελευταίων. Συχνά είναι θαυμάσιοι αλλά οι φράσεις του έχουν την τάση να ξεκινούν και να τελειώνουν στο τέλος κάθε στίχου, με τον κίνδυνο της μονοτονίας. Μόλις ο Σαίξπηρ κυριάρχησε στον παραδοσιακό ανομοιοκατάληκτο στίχο, άρχισε να διακόπτει και να υπάρχει διακύμανση στη ροή του. Αυτή η τεχνική απελευθερώνει τη νέα δύναμη και την ευελιξία της ποίησης σε έργα όπως ο "Ιούλιος Καίσαρ" και ο "Άμλετ".
Μετά τον Άμλετ, ο Σαίξπηρ διαφοροποίησε ακόμα περισσότερο το ποιητικό του ύφος, ιδιαίτερα στα πιο συναισθηματικά μέρη των τελευταίων τραγωδιών του. Στην τελευταία φάση της καριέρας του, υιοθέτησε πολλές τεχνικές για να πετύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε. Αυτές περιλάμβαναν τη μεταπήδηση στον επόμενο στίχο χωρίς παύση, ακανόνιστες διακοπές και ακραίες διαφορές στη δομή και το μήκος των προτάσεων. Στον "Μάκβεθ", για παράδειγμα, η γλώσσα πηγαίνει από μία άσχετη μεταφορά ή παρομοίωση σε άλλη: "Και η Ελπίς που 'φόρεσες μην ήτο μεθυσμένη;" (Πράξη Α', Σκηνή Ζ' 35-38) και "σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος,/ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρα/'ς τους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους..." (Πράξη Α', Σκηνή Ζ' 21-25), και ο ακροατής καλείται να ολοκληρώσει την έννοια. Τα τελευταία του ρομαντικά έργα, με τις εναλλαγές τους στο χρόνο και τις ανατροπές στην πλοκή, ενέμπνευσαν ένα τελευταίο ποιητικό ύφος όπου μακριές και σύντομες προτάσεις εναλλάσσονται, υποκείμενο και αντικείμενο αντιστρέφονται, και λέξεις παραλείπονται, δημιουργώντας μία εντύπωση αυθορμητισμού.
Ο Σαίξπηρ συνδύασε την ποιητική ιδιοφυία με την πρακτική έννοια του θεάτρου. Όπως όλοι οι θεατρικοί συγγραφείς της εποχής του, δραματοποίησε ιστορίες χρησιμοποιώντας πηγές όπως ο Πλούταρχος και ο Ραφαήλ Χόλινσεντ. Αναδιαμόρφωσε κάθε πλοκή για να δημιουργήσει περισσότερα κέντρα ενδιαφέροντος και να δείξει στο κοινό όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της αφήγησης. Αυτή η δύναμη του σχεδιασμού εξασφαλίζει ότι το έργο του Σαίξπηρ μπορεί να επιβιώσει της μετάφρασης, του κοψίματος και της ευρείας ερμηνείας χωρίς απώλειες στον πυρήνα του δράματος. Καθώς μεγάλωνε η μαεστρία του, ο Σαίξπηρ έδωσε στους χαρακτήρες του σαφέστερα και πιο ποικίλα κίνητρα καθώς και διακριτούς τρόπους ομιλίας. Ωστόσο, στα τελευταία έργα του διατήρησε και πτυχές του πρότερου ύφους του. Ιδιαίτερα στα τελευταία του ρομαντικά έργα σκόπιμα επέστρεψε σ' ένα περισσότερο καλλιτεχνικό ύφος, το οποίο έδινε έμφαση στη ψευδαίσθηση του θεάτρου.
by Wikipedia
Τα πρώτα έργα του Σαίξπηρ γράφτηκαν σε τυποποιημένη γλώσσα, σύμφωνα με το συμβατικό ύφος της εποχής. Στα ποιήματα χρησιμοποιούνται επεκταμένες και μερικές φορές περίτεχνες μεταφορές και η γλώσσα είναι συχνά ρητορική, γραμμένη για ηθοποιούς που απαγγέλλουν αντί να μιλούν. Οι μεγάλοι λόγοι στον "Τίτο Ανδρόνικο", κατά την άποψη ορισμένων κριτικών, καθυστερούν τη δράση ενώ οι στίχοι στους "Δύο Άρχοντες από τη Βερόνα" έχουν περιγραφεί ως δύσκαμπτοι.
Εντούτοις, σύντομα ο Σαίξπηρ άρχισε να προσαρμόζει το παραδοσιακό ύφος στους δικούς του σκοπούς. Ο εναρκτήριος μονόλογος στον "Ριχάρδο Γ΄" έχει τις ρίζες του στο μεσαιωνικό δράμα. Την ίδια στιγμή, η ζωηρή αυτογνωσία του Ριχάρδου προσβλέπει στους μονόλογους των ώριμων έργων του Σαίξπηρ. Δεν υπάρχει κανένα έργο που να σηματοδοτεί μία αλλαγή από το παραδοσιακό στο ελεύθερο ύφος. Ο Σαίξπηρ συνδύαζε και τα δύο σε όλη τη σταδιοδρομία του, με τον "Ρωμαίο και Ιουλιέτα" να είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα αυτής της ανάμιξης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Σαίξπηρ άρχισε να γράφει μία πιο φυσική ποίηση. Οι μεταφορές και οι εικόνες του βαθμιαία συντονίζονταν όλο και περισσότερο με τις ανάγκες του δράματος. Η ποιητική φόρμα που χρησιμοποιούσε συνήθως ο Σαίξπηρ, ήταν ο ανομοιοκατάληκτος στίχος σε ιαμβικό πεντάμετρο. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι οι στροφές του συνήθως δεν είχαν ρίμα και κάθε στίχος αποτελούνταν από δέκα συλλαβές κατά τρόπο που να τονίζεται κάθε δεύτερη συλλαβή. Οι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι των πρώτων έργων του είναι αρκετά διαφορετικοί από εκείνους των τελευταίων. Συχνά είναι θαυμάσιοι αλλά οι φράσεις του έχουν την τάση να ξεκινούν και να τελειώνουν στο τέλος κάθε στίχου, με τον κίνδυνο της μονοτονίας. Μόλις ο Σαίξπηρ κυριάρχησε στον παραδοσιακό ανομοιοκατάληκτο στίχο, άρχισε να διακόπτει και να υπάρχει διακύμανση στη ροή του. Αυτή η τεχνική απελευθερώνει τη νέα δύναμη και την ευελιξία της ποίησης σε έργα όπως ο "Ιούλιος Καίσαρ" και ο "Άμλετ".
Μετά τον Άμλετ, ο Σαίξπηρ διαφοροποίησε ακόμα περισσότερο το ποιητικό του ύφος, ιδιαίτερα στα πιο συναισθηματικά μέρη των τελευταίων τραγωδιών του. Στην τελευταία φάση της καριέρας του, υιοθέτησε πολλές τεχνικές για να πετύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε. Αυτές περιλάμβαναν τη μεταπήδηση στον επόμενο στίχο χωρίς παύση, ακανόνιστες διακοπές και ακραίες διαφορές στη δομή και το μήκος των προτάσεων. Στον "Μάκβεθ", για παράδειγμα, η γλώσσα πηγαίνει από μία άσχετη μεταφορά ή παρομοίωση σε άλλη: "Και η Ελπίς που 'φόρεσες μην ήτο μεθυσμένη;" (Πράξη Α', Σκηνή Ζ' 35-38) και "σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος,/ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρα/'ς τους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους..." (Πράξη Α', Σκηνή Ζ' 21-25), και ο ακροατής καλείται να ολοκληρώσει την έννοια. Τα τελευταία του ρομαντικά έργα, με τις εναλλαγές τους στο χρόνο και τις ανατροπές στην πλοκή, ενέμπνευσαν ένα τελευταίο ποιητικό ύφος όπου μακριές και σύντομες προτάσεις εναλλάσσονται, υποκείμενο και αντικείμενο αντιστρέφονται, και λέξεις παραλείπονται, δημιουργώντας μία εντύπωση αυθορμητισμού.
Ο Σαίξπηρ συνδύασε την ποιητική ιδιοφυία με την πρακτική έννοια του θεάτρου. Όπως όλοι οι θεατρικοί συγγραφείς της εποχής του, δραματοποίησε ιστορίες χρησιμοποιώντας πηγές όπως ο Πλούταρχος και ο Ραφαήλ Χόλινσεντ. Αναδιαμόρφωσε κάθε πλοκή για να δημιουργήσει περισσότερα κέντρα ενδιαφέροντος και να δείξει στο κοινό όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της αφήγησης. Αυτή η δύναμη του σχεδιασμού εξασφαλίζει ότι το έργο του Σαίξπηρ μπορεί να επιβιώσει της μετάφρασης, του κοψίματος και της ευρείας ερμηνείας χωρίς απώλειες στον πυρήνα του δράματος. Καθώς μεγάλωνε η μαεστρία του, ο Σαίξπηρ έδωσε στους χαρακτήρες του σαφέστερα και πιο ποικίλα κίνητρα καθώς και διακριτούς τρόπους ομιλίας. Ωστόσο, στα τελευταία έργα του διατήρησε και πτυχές του πρότερου ύφους του. Ιδιαίτερα στα τελευταία του ρομαντικά έργα σκόπιμα επέστρεψε σ' ένα περισσότερο καλλιτεχνικό ύφος, το οποίο έδινε έμφαση στη ψευδαίσθηση του θεάτρου.
by Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου