Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015


Συνολική Θεώρηση Έργου

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι κατά πάσα πιθανότητα το δεύτερο, μετά τον «Αίαντα», σε αρχαιότητα από τα έργα που μας σώζονται. Η διδασκαλία της τοποθετείται στα 442 π.Χ. Στο δραματικό αγώνα το έργο του Σοφοκλή κέρδισε την πρώτη θέση και είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό που την επόμενη χρονιά ο ποιητής εκλέχθηκε συστράτηγος του Περικλή στην εκστρατεία της πόλης εναντίον της Σάμου.

Στην τραγωδία αυτή και ειδικότερα στα πρόσωπα του Κρέοντα και της Αντιγόνης στέκονται αντιμέτωπες η πολιτεία και η οικογένεια σαν δύο περιοχές με ίσα δικαιώματα, που οι αντιπρόσωποί τους αναγκαστικά καταστράφηκαν μέσα σ’ αυτήν τη σύγκρουση.

Ο Πολυνείκης προκάλεσε την εκστρατεία των Επτά εναντίον της Θήβας, της πατρίδας του, και σκοτώθηκε σαν προδότης της χώρας του μπροστά στα κάστρα της. Η άποψη να του αρνηθούν την ταφή στο έδαφος της πατρίδας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί σύμφωνα με τις ελληνικές δικαιικές αντιλήψεις, φτάνει να τον ξάπλωναν κάπου πιο πέρα από τα σύνορα στην τελευταία του ανάπαυση. Αυτός ο Κρέοντας όμως, που ύστερα από τη διπλή αδελφοκτονία πήρε την εξουσία στη Θήβα, πάει πολύ πιο πέρα από αυτό. Έβαλε φρουρούς κοντά στο νεκρό, που θα φρόντιζαν να τον ξεσχίσουν τα σκυλιά και τα όρνια, και τα υπολείμματα να σαπίσουν στη λαύρα του ήλιου. Οι Αθηναίοι που άκουγαν αυτόν τον Κρέοντα, θα έπρεπε να αναλογίζονταν την κατάρα που έριξε πάνω σε όλους ένας ιερέας από το γένος των Βουζύγων, γιατί άφησαν να κείτεται άταφος ένας νεκρός. Αυτός ο Κρέοντας δεν είναι η φωνή της Πολιτείας, που ξέρει τα δικαιώματα αλλά και τους περιορισμούς της. Αυτόν τον σπρώχνει εκείνη η υπερβολή, που τίποτε άλλο δεν βλέπει εκτός από τον εαυτό της, μια «ύβρις» διπλά επικίνδυνη και απαράδεκτη, γιατί εμφανίζεται με το κύρος της εξουσίας. Η «Αντιγόνη» δεν είναι ένα δράμα θέσεων, στη συμπεριφορά όμως και τον πόνο αυτών των ανθρώπων γίνεται αρκετά ευδιάκριτο το πρόβλημα, αν η Πολιτεία μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της σαν έσχατη και ανώτατη αξία, ή αν και αυτή πρέπει να σέβεται νόμους, που δεν προήλθαν από αυτήν και που ξεφεύγουν αιώνια από τη δικαιοδοσία της.

Στην εξέλιξή του το έργο εμφανίζεται σαν δράμα της αντίστασης εναντίον του Κρέοντα και της βαθμιαίας πραγμάτωσης της αποδοκιμασίας του. Την αντίσταση την αναλαμβάνει η Αντιγόνη, και ο ποιητής την δείχνει να καταπιάνεται δύο φορές με την πράξη της. Την πρώτη φορά πετυχαίνει να σκεπάσει, χωρίς να τη δουν, το νεκρό αδελφό της με ένα στρώμα σκόνης. Όταν όμως οι φρουροί καθάρισαν ξανά το πτώμα, που είχε αρχίσει να λιώνει, αυτή ξαναγυρνά και συλλαμβάνεται τη στιγμή που ξαναδοκιμάζει μια συνολική ταφή. Η επανάληψη του θέματος έχει κυρίως το νόημα να αφήσει να φανεί τόσο γερό το χτύπημα που κατευθύνεται εναντίον του Κρέοντα, όσο το επιτρέπουν γενικά οι δύσκολες συνθήκες αυτής της ταφής. Και μπορούμε έτσι να δούμε την Αντιγόνη για μια στιγμή να πετυχαίνει, πριν να συμμερισθούμε τον πόνο της καταστροφής της.

Μόλις ο Κρέοντας έχει ξεστομίσει τη θανατική καταδίκη της Αντιγόνης, κι αρχίζει κιόλας ο δρόμος που οδηγεί προς την καταστροφή του. Ο γιος του ο Αίμονας, ο μνηστήρας της Αντιγόνης, είναι ο πρώτος που τον αποδοκιμάζει. Ύστερα από μεγάλο «αγώνα», που ανεβαίνει από την υπάκουη υιική παράκληση στην κραυγή της απελπισίας, ο Αίμονας αφήνει τον πατέρα του. Από αυτόν πρέπει επίσης να ακούσει ο Κρέοντας ότι η πόλη καταδικάζει ομόφωνα την απόφασή του. Αυτός όμως ακόμα επιμένει σ’ αυτό που θεωρεί δίκαιό του, δίκαιο της πολιτείας. Γιατί αυτός ο Κρέοντας δεν είναι απλά ο κακοποιός που εν γνώσει του θέλει το άδικο. Είναι τόσο αδιέξοδα αιχμάλωτος της πίστης προς την απεριόριστη δύναμη της πολιτείας και τη δική του, που την ταυτίζει μ’ εκείνην (στ. 738), ώστε ο δρόμος του από την «ύβρη» στην καταστροφή δεν είναι μονάχα ένα ηθικό παράδειγμα, αλλά κι ένα κομμάτι γνήσιας τραγικότητας.

Και οι θεοί αποδοκιμάζουν τον Κρέοντα. Το κάνουν πρώτα με το στόμα του μάντη Τειρεσία, ο οποίος
μιλά για τα φρικτά σημάδια που προδίδουν τη μόλυνση της πόλης από το πτώμα που λιώνει. Ο Κρέοντας βρίσκεται και τώρα ακόμα μέσα σε μια γοργοκίνητη παραίσθηση, κι ενώ είναι χτυπημένος
από τους θεούς, φαντάζεται ότι ο μάντης τον απατά, και φωνάζει σε μια τελευταία έξαρση της αλαζονείας του να μην ταφεί ο νεκρός, κι αν ακόμα οι αετοί του Δία έφερναν ξεσκλίδια από το πτώμα στο θρόνο του ύψιστου θεού. Όταν όμως ο Τειρεσίας έφυγε με τη φοβερή κατάρα ότι ο Κρέοντας θα πληρώσει με τη δική του σάρκα και με το δικό του αίμα το έγκλημά του εναντίον του δικαιώματος του νεκρού, τότε όλα μαζί, τύφλωση, περηφάνια και παραίσθηση σωριάζονται με ένα χτύπημα μέσα του, κι ο Κρέοντας θέλει να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.

Οι θεοί όμως δε δέχονται πια τη θέλησή του να εξιλεωθεί. Την Αντιγόνη τη βρίσκει κρεμασμένη στον υπόγειο θάλαμο, από τον οποίο θέλει να την απελευθερώσει, κι επάνω στο πτώμα της ο Αίμονας, ύστερα από μια έκρηξη άγριου μίσους εναντίον του πατέρα του, αυτοκτονεί. Ένας αγγελιοφόρος αναγγέλλει τα συμβάντα στην Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Κρέοντα, που αμίλητη ξαναμπαίνει στο παλάτι, για να σκοτωθεί εκεί με μια κατάρα εναντίον του άνδρα της. Έρημος και τσακισμένος απομένει ο Κρέοντας ζωντανός, γλιτώνοντας από την καθυστερημένη αναγνώριση του σφάλματός του.

Το έργο είναι ένα δράμα με δύο ήρωες, και χωρίς να μεταθέσουμε μονόπλευρα τον τόνο, πρέπει να αναγνωρίσουμε μια τραγωδία του Κρέοντα και μια της Αντιγόνης. Ακολουθώντας τον Hegel προσπάθησαν πολύν καιρό να καταλογίσουν και σ’ αυτήν την ηρωίδα κάτι σαν τραγική ενοχή. Η ερμηνεία αυτή είναι λαθεμένη και με νεότερες μελέτες πάνω στο θέμα εγκαταλείφθηκε. Για ποιο πράγμα πολεμά αυτή η Αντιγόνη, το λέει στη μεγάλη της συζήτηση με τον Κρέοντα αρκετά καθαρά: αυτή υποστηρίζει τους αιώνιους και ανάλλαγους νόμους των θεών, που δεν μπορεί να τους αχρηστεύσει καμιά ανθρώπινη διαταγή. Το ότι αυτή μιλά εδώ με τα πιο εσώψυχα λόγια του ποιητή, το νιώθουμε από το «ήθος» του χωρίου. Και πάνω απ’ αυτό, την αναμφισβήτη απόδειξη τη δίνει ένα προγραμματικό χορικό του πρώτου Οιδίποδα (στ. 865). Εκεί ο Σοφοκλής υμνεί το νόμο του υψηλού Αιθέρα, που κατάγεται από την περιοχή των θεών και δεν έχει την αρχή του στη φύση των ανθρώπων.

Ο Ehrenberg έδειξε πως η τρεχούμενη άποψη, η οποία θεωρεί το Σοφοκλή και τον Περικλή σαν εκπροσώπους μιας ουσιαστικά ενιαίας περιόδου της κλασικής ακμής, στην πραγματικότητα καλύπτει μια πάρα πολύ σημαντική αντίθεση. Ο ποιητής και ο πολιτικός στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον σαν εκπρόσωποι ενός θεόνομου και ανθρωπόνομου κοσμοειδώλου, όχι βέβαια σε ανοιχτή σύγκρουση, αλλά μάλλον σε μια ένταση. Ο Σοφοκλής έζησε την ορμητική εξέλιξη της εποχής του με βαθιά ανησυχία. Αυτή η εξέλιξη αναγγελλόταν στην πολιτική ζωή με τις τάσεις για δημιουργία ενός κράτους κάτω από την αθηναϊκή ηγεσία, στην πνευματική όμως με τις ιδέες της σοφιστικής, που ανέτρεπαν την παράδοση. Ακριβώς η εποχή που σ’ αυτήν γεννήθηκε η Αντιγόνη, φαινόταν πως ήθελε να διασπάσει όλα τα σύνορα, και τότε τραγούδησε ο ποιητής εκείνο το τραγούδι, που το διαβάζουμε σαν πρώτο στάσιμο στο δράμα που μας απασχολεί και που αντηχεί πάνω από τις χιλιετίες, όπως δεν αντηχεί κανένα άλλο στις μέρες μας. Μεγάλος και δυνατός, αλλά και φοβερός και παράξενος ονομάζεται ο άνθρωπος, που θέλει να υποτάξει όλες τις περιοχές της φύσης κάτω από τη θέλησή του, κι επάνω σ’ αυτόν το δρόμο να τολμήσει τα πιο τολμηρά πράγματα. Όμως πάντα ένα πράγμα εξακολουθεί να είναι το αποφασιστικό: αν έχει γνώση του Απολύτου, που το έβαλαν οι θεοί, ή αν σαν περιφρονητής της αιώνιας τάξης σπρώχνει και τον εαυτό του και την κοινωνία στην εκμηδένιση.

Και ο χορός των Θηβαίων γερόντων δεν πάει με το μέρος της Αντιγόνης, κι από αυτό θέλησαν να συμπεράνουν ότι καταδικάζει τη στάση της. Όποιος όμως διαβάζει παρακάτω και λογαριάζει πως αυτός ο ίδιος ο χορός, ύστερα από τη σκηνή του Τειρεσία, ως τα σπουδαία τελικά λόγια, καταδικάζει τον Κρέοντα, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι ο ποιητής, στο πρώτο μέρος, με την επιφυλακτικότητα των γερόντων προσπάθησε να δείξει την απόλυτη απομόνωση της Αντιγόνης. Ο φόβος μπροστά στον Κρέοντα έδινε στο χορό μια εύκολη και ικανοποιητική δικαιολογία για τη στάση του.

Μια φορά μονάχα παραξενεύει εμάς τους σημερινούς αυτή η Αντιγόνη. Είναι το χωρίο στον τελευταίο της λόγο (στ. 905), στο οποίο δικαιολογεί την πράξη της με το ότι, αν ήταν παντρεμένη, θα μπορούσε στην ανάγκη να πάρει άλλον άνδρα ή να κάμει άλλο παιδί, δε θα μπορούσε όμως ποτέ, αφού πέθαναν οι γονιοί της, να αποκτήσει άλλον αδελφό. Εδώ διατυπώνεται ένα βασικό γνώρισμα της ελληνικής φύσης, να βρίσκει, ακόμα και για ό,τι συμβουλεύει η καρδιά, μια δικαιολογία στην περιοχή του λογικού. Από την άλλη μεριά όμως το χωρίο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία – όχι τη μοναδική – για την οικειότητα του ποιητή με τον Ηρόδοτο, ο οποίος στην ιστορία του χρησιμοποίησε το θέμα σε κατάλληλη θέση για τη γυναίκα του Ινταφέρνη (3, 119).

Σχεδόν δε θα χρειαζόταν, ύστερα από τις εξηγήσεις που προηγήθηκαν, να υπερασπίσουμε την εσωτερική ενότητα του έργου εναντίον εκείνων που στο τελευταίο τρίτο του βρίσκουν μια ολωσδιόλου αυτοτελή τραγωδία του Κρέοντα. Με αυτό δεν αμφισβητούμε ωστόσο το ότι η συνοχή της σύνθεσης δεν είναι – εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε καλύτερα «δεν είναι ακόμα» - εκείνη που ο Σοφοκλής πετυχαίνει στα δράματα της ωριμότητάς του.






Πηγή: piotermilonas.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου